Αρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά

 
 
 
ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΚΑΙ ΑΙΘΕΡΙΑ ΕΛΑΙΑ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ, ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ, ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ, ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΑΓΟΡΕΣ, ΑΡΩΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ, ΑΡΩΜΑΤΟΠΟΙΙΑ


ΚΑΤΣΙΩΤΗΣ Θ. ΣΤΑΥΡΟΣ, ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Σ. ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ

Αγαπητοί αναγνώστες του forum επειδή στην ευρύτερη περιοχή μας υπάρχουν οι απαραίτητες συνθήκες για την καλλιέργεια και παραγωγή αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών σκέφτηκα να παρουσιάσω το παρακάτω βιβλίο που με βάση τα περιεχόμενα του,φαίνεται είναι αξίόπιστο και αξιόλογο για να πάρει κάποιος βασικές αλλα και πιο εξειδικευμένες γνώσεις πάνω σε αυτό το θέμα.

Το βιβλίο είναι το παρακάτω:

ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΚΑΙ ΑΙΘΕΡΙΑ ΕΛΑΙΑ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ, ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ, ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ, ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΑΓΟΡΕΣ, ΑΡΩΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ, ΑΡΩΜΑΤΟΠΟΙΙΑ

Παρουσίαση

Το παρόν είναι ένα σύγχρονο εγχειρίδιο-βιβλίο που αποτελεί έναν πρακτικό οδηγό με τις απαραίτητες θεωρητικές και τεχνικές γνώσεις σχετικά με τη σφαιρική αντιμετώπιση και αξιοποίηση των Φαρμακευτικών Αρωματικών Φυτών (ΦΑΦ) και των Αιθερίων Ελαίων (Α.Ε). 

Στην 1η Ενότητα καταγράφονται δεδομένα από την εγχώρια και τις Διεθνείς Αγορές και Παραγωγές, αλλά και γενικές οδηγίες για την καλλιέργεια και τους τρόπους αξιοποίησής τους, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην εξειδικευμένη συγκομιδή τους, τις διάφορες μετασυλλεκτικές επεξεργασίας, όπως κοπή, πλύση, αποφύλλωση, κατάτμηση, ταξινόμηση, διαλογή κλπ. Επίσης παρατίθεται η σύγχρονη τεχνογνωσία για διάφορους τρόπους ξήρανσης, αλλά και τα εξειδικευμένα για αυτά ξηραντήρια, ενώ για πρώτη φορά δίνονται πληροφορίες για την ιδιαίτερη παραγωγή και διάθεση των Νωπών ΦΑΦ.

Στη 2η Ενότητα δίνονται στοιχεία σχετικά με τα Α.Ε, τα χαρακτηριστικά και την χημική τους σύσταση, παραθέτοντας περαιτέρω όλο το θεωρητικό υπόβαθρο αλλά και την απαραίτητη τεχνογνωσία για την απόσταξη, τα είδη των αποστακτηρίων και τους λεπτομερείς τρόπους παραλαβής-παραγωγής των Α.Ε. από τα διάφορα φυτικά υλικά, καθώς και τη συγκρότηση των αποστακτικών Μονάδων. Παράλληλα, παρατίθενται λεπτομερή δεδομένα για τους διάφορους τρόπους εκχύλισης και τα είδη των αρωματικών εκχυλισμάτων, καθώς και επιπλέον στοιχεία για τις τιμές και τις τάσεις των διεθνών αγορών. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις Αναλυτικές Τεχνικές οι οποίες εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό-εκτίμηση της ποιότητας των Α.Ε. Επιπλέον, σε ξεχωριστά Κεφάλαια παρατίθενται ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τις χρήσεις των Α.Ε. στους συνεχώς εξελισσόμενους κλάδους αξιοποίησης αυτών, και ιδιαίτερα των Τροφίμων, της Αρωματοθεραπείας και της Αρωματοποιίας.

Στην 3η Ενότητα περιγράφονται αναλυτικά, ιδιαίτερα στοιχεία παραγωγής δέκα τεσσάρων επιλεγμένων Αρωματικών Φαρμακευτικών φυτών και των ποικιλιών τους - ειδών με μεγάλο ενδιαφέρον για τη χώρα μας, αλλά και μεγάλης εμπορικής αξίας και ζήτησης από τις Διεθνείς Αγορές. Ειδικότερα, παρέχονται στοιχεία σχετικά με την παραγωγή τους, συγκομιδή, επεξεργασία, μεταποίηση, παραγωγή αιθερίων ελαίων και πληροφορίες σχετικά με την εμπορία τους.

Η προσδοκία των συγγραφέων είναι το βιβλίο αυτό να αποτελέσει έναν οδηγό συνεχούς και άμεσης ενημέρωσης για κάθε έναν που επιθυμεί να αποκτήσει γνώσεις και πληροφορίες για το αντικείμενο των Αρωματικών Φαρμακευτικών Φυτών, έχοντας απώτερο στόχο να συμβάλει στην επιτυχημένη ενασχόληση με αυτόν το τομέα. Ειδικότερα, απευθύνεται στον προ- και μεταπτυχιακό φοιτητή, αλλά και τον επαγγελματία Γεωπόνο, Τεχνολόγο και κυρίως τον μικρό/μεσαίο Παραγωγό Αρωματικών Φαρμακευτικών φυτών ή της Ομάδας παραγωγών ΦΑΦ, τον φαρμακοποιό, βιολόγο κ.ά, ανάλογα με τις ανάγκες και τις απορίες που επιδιώκει να επιλύσει, σε όλα τα στάδια παραγωγής και διαχείρισης των ΦΑΦ και των Α.Ε.

Το βιβλίο δομείται σε ανεξάρτητα κεφάλαια, που επιτρέπουν στον αναγνώστη να ανατρέχει αποκλειστικά στην Ενότητα που τον ενδιαφέρει, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί τη διαρθρωμένη επιμέρους σειρά των Κεφαλαίων και υποκεφαλαίων του βιβλίου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
 
Αρώνια: Κερδίζει συνεχώς έδαφος η καλλιέργεια του «καρπού της νιότης»

Πολλοί το χαρακτηρίζουν ως τον “καρπό της νιότης”, καθώς αυξάνει τη ζωτικότητα του σώματος, υπερνικά τις νευρικές διαταραχές και την κόπωση. Λέγεται μάλιστα ότι λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας της πεκτίνης βοηθά στην απορρόφηση και στην προστασία των οργανισμών από την ραδιενέργεια. Αυτός ήταν ο λόγος που στις ανατολικές χώρες της Ευρώπης και στην πρώην ΕΣΣΔ ο καρπός της αρώνιας (περί αυτού ο λόγος) χορηγείται σε εργάτες πυρηνικών εργοστασίων και κοσμοναύτες, πριν και μετά τις διαστημικές τους αποστολές.

Η αρώνια μπορεί να καταναλωθεί σε διάφορες μορφές. Σκέτη, αποξηραμένη, μαρμελάδα, λικέρ ή κατεψυγμένη μπορεί να αποφέρει τα θετικά αποτελέσματα. Έρευνες έχουν δείξει ότι περιέχει υψηλά επίπεδα περιεκτικότητας σε βιταμίνη C (15-30 mg στα 100 γραμμάρια), και άλλες βιταμίνες και ιχνοστοιχεία (Α, Β1, Β2, Β3, Β6, Β9, Ε, Κ, P).

Τα τελευταία χρόνια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που ασχολήθηκαν με τη γη, αποφάσισαν να καλλιεργήσουν αρώνια, με αρκετά καλή απόδοση ανά στρέμμα. Όμως η αυξημένη ζήτηση και αναγνώριση του συγκεκριμένου φυτού ανάγκασε τις εταιρείες που ασχολούνται με την συγκέντρωση να αναζητούν καλλιεργητές με μεγάλες παραγωγές για να μπορέσουν να κατεβάσουν τις τιμές. “Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 2000 καλλιεργητές. Η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει πολλούς από αυτούς στην καλλιέργεια της αρώνιας. Έτσι η τάση είναι ανοδική. Αρχικά ξεκίνησαν δοκιμαστικά εκατοντάδες καλλιεργητές για να δουν τις παραγωγές τους. Όμως αν αυτές είναι μικρές θα αναγκαστούν σε 2-3 χρόνια να τα παρατήσουν γιατί η παραγωγή τους θα είναι μικρή και δεν θα μπορέσουν να την διαθέσουν ούτε και μέσω εταιρειών”, αναφέρει η παραγωγός. Αλίκη Δαμιανίδου που ασχολείται αποκλειστικά με την καλλιέργεια βιολογικής αρώνιας και συνεχίζει: “Αυτό που θα λύσει το μεγάλο πρόβλημα είναι η εξαγωγή του προϊόντος. Μόνο έτσι θα μπορέσει ένας καλλιεργητής να αποκομίσει κάποιο κέρδος. Και προς αυτή την κατεύθυνση στρεφόμαστε και εμείς. Καλλιεργούμε 38 στρέμματα και πέρσι καταφέραμε να πάρουμε 26 τόνους βιολογικής αρώνιας, ενώ φέτος πήραμε μόνο 12 τόνους. Και αυτό γιατί τα δέντρα πέρσι κουράστηκαν και δεν είχαν τόση δύναμη να βγάλουν καρπούς”.

Τα καταστήματα υγιεινής διατροφής την έχουν εντάξει στην κατηγορία των superfoods και αυτό στρέφει αρκετούς να μάθουν για τις αντιοξειδωτικές ιδιότητες, αλλά και τα οφέλη στον ανθρώπινο οργανισμό. “Ο κόσμος δεν γνωρίζει την αρώνια, σε αντίθεση με το εξωτερικό που όλοι την γνωρίζουν και την έχουν βάλει στην καθημερινή διατροφική τους συνήθεια. Έχει φοβερές αντιοξειδωτικές ιδιότητες και προσφέρει καλή υγεία. Έχει πολλές βιταμίνες και ιχνοστοιχεία. Επίσης μειώνει σε σημαντικό βαθμό τον προστάτη στους άνδρες και καταπολεμά τον καρκίνο του μαστού στις γυναίκες, ενώ παράλληλα ανεβάζει και τον αιματοκρίτη”, επισήμανε η κ. Δαμιανίδου.

Τέλος η κ. Δαμιανίδου επισήμανε ότι το συγκεκριμένο φυτό χρειάζεται καθημερινή ενασχόληση και σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να το αφήνουμε στην αβοήθητο. “Στην Ελλάδα ακόμη και οι γεωπόνοι δεν γνωρίζουν την χρήση του, άρα δεν μπορούν να δώσουν συμβουλές για το πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε κάποιες ασθένειες. Για παράδειγμα υπάρχουν ασθένειες που μεταπηδούν από την υπόλοιπη φύση στα δέντρα. Αν δεν τις προσέξεις τότε μπορεί να χαθεί μεγάλο μέρος παραγωγής. Αυτός είναι και ο λόγος που ο καλλιεργητής είναι μονίμως στα χωράφια και ελέγχει όλα τα δέντρα ξεχωριστά και σχολαστικά”.


Μια από τις καλύτερες περιοχές για την καλλιέργεια του καρπού αποτελούν οι Σέρρες, όπου σήμερα υπάρχουν περίπου 250 στρέμματα καλλιέργειας. “Ο νομός ενδείκνυται για καλλιέργεια της αρώνιας. Ακόμη ο Έλληνας δεν τον γνωρίζει, όμως όλοι οι παραγωγοί κάνουν μεγάλη προσπάθεια για δημοσιοποίηση. Ο καρπός είναι θαυματουργός και δίκαια τον χαρακτηρίζουν ως τον καρπό της ζωής”, αναφέρει ο παραγωγός Γιώργος Βασιλάκος, που έχει 750 δέντρα στο Νεοχώρι Σερρών.

Ο ίδιος πάντως επισημαίνει ότι η λύση είναι οι εξαγωγές και η μεταποίηση. “Αν κάποιος παραγωγός θέλει να δώσει την αρώνια σε καλή τιμή τότε πρέπει να βρει τρόπο να κάνει εξαγωγές. Στην Ελλάδα η ζήτηση είναι μικρή, ενώ στο εξωτερικό ο καρπός είναι γνωστός και τον αναζητούν. Επίσης στην Ελλάδα μπορεί κάποιος να μπει στην διαδικασία της μεταποίησης. Να κάνει μαρμελάδες, χυμό, γλυκό ώστε να μπορεί να τον διαθέσει και σε άλλες μορφές”, ολοκλήρωσε ο κ. Βασιλάκος.
 
Υψηλά έσοδα από 4 αρωματικά φυτά

Περιζήτητα βότανα που φημίζονται για τις θεραπευτικές και αρωματικές τους ιδιότητες, βρίσκονται ψηλά στη λίστα με τις πιο κερδοφόρες εναλλακτικές καλλιέργειες. Στο... μικροσκόπιο των «Επαγγελματικών Ευκαιριών» τέσσερα φυτά -τσάι, λεβάντα, σαμπούκος και μέντα- των οποίων οι οικονομικές αποδόσεις αυξάνονται ακόμη περισσότερο όταν οι καλλιέργειες γίνονται με βιολογικές μεθόδους.
Συγκριτικό πλεονέκτημα της καλλιέργειας των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών ότι μπορούν να αξιοποιήσουν φτωχές ορεινές και ημιορεινές περιοχές, αλλά και η δυνατότητα διάθεσής τους σε διαφορετικές αγορές, είτε ως νωπά, είτε ως αποξηραμένα, είτε με την επεξεργασμένη μορφή αιθέριων ελαίων.

Το κλίμα και τα εδάφη στην Ελλάδα ευνοούν την ανάπτυξη αυτών των φυτών που μπορούν να δώσουν προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας, ακόμα και αν καλλιεργηθούν σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Τέτοιες εκτάσεις υπάρχουν πολλές στη χώρα μας και η καλλιέργεια των τεσσάρων αυτών φυτών μπορεί να προσφέρει ένα σοβαρό συμπληρωματικό εισόδημα στους κατοίκους της υπαίθρου. Αλλωστε, σε περιοχές ορεινές και ημιορεινές, η καλλιέργεια αρωματικών φυτών είναι σαφώς πιο ανταγωνιστική έναντι άλλων καλλιεργειών όπως για παράδειγμα των σιτηρών.

Δύο είναι οι βασικές παράμετροι που απαιτούνται για την εμπορική επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Η συνένωση δυνάμεων με τη δημιουργία ομάδων καλλιεργητών για την κοινή διάθεση των προϊόντων και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά με συγκεκριμένες περιεκτικότητες ώστε να είναι αποδεκτά τα φυτά από τις βιομηχανίες φαρμάκων.

Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα που εμφανίζει η καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών είναι ότι υπάρχει η δυνατότητα διάθεσής τους σε τρεις διαφορετικές αγορές. Πρώτη αγορά είναι αυτή των νωπών -φρέσκων- φαρμακευτικών φυτών, τα οποία βρίσκουμε στις λαϊκές αγορές, στα σούπερ μάρκετ, στις κουζίνες των εστιατορίων, των ξενοδοχείων κλπ.

Η δεύτερη και κύρια αγορά είναι αυτή των ξηρών φυτικών υλικών των φαρμακευτικών φυτών, που αποτελεί τη μεγαλύτερη, είτε σε όγκο παραγωγής και διάθεσης, είτε σε τζίρο. Η τρίτη είναι αυτή που συνήθως αφήνει και τα μεγάλα κέρδη -υπό ορισμένες όμως και απαιτητικές συνθήκες-, αυτή των αιθέριων ελαίων, η οποία βέβαια απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις και τεχνογνωσία.

Οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα είναι μεγάλες, με την προϋπόθεση βέβαια του σωστού σχεδιασμού.
Παρά εξάλλου το γεγονός ότι η καλλιέργεια των φυτών αυτών στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, εξακολουθεί να θεωρείται ένα νέο σχετικά πεδίο δράσης για τον ελλαδικό χώρο προσφέροντας μια εναλλακτική δυναμική ανάπτυξης στον πρωτογενή τομέα, ενώ δίνει ώθηση και στον δευτερογενή τομέα της μεταποίησης.

ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΕΥΘΥΝΘΩ
Κάσσανδρος Γάτσιος Γεωπόνος - SymAgro. Τηλ.: 26510 07653 - 6944846475


ΤΣΑΙ
Μικρές απαιτήσεις, μεγάλες αποδόσεις

Καλλιέργεια με περιορισμένες απαιτήσεις και υψηλές αποδόσεις αποτελεί το τσάι, που έχει γίνει περιζήτητο στις αγορές του εξωτερικού.

Με τη στρεμματική απόδοση στο τσάι του βουνού να είναι διπλάσια όταν η καλλιέργεια είναι βιολογική, τα έσοδα ανά στρέμμα σε ετήσια βάση μπορούν να φθάσουν τα 800 ευρώ. Καλλιέργεια περιορισμένων απαιτήσεων, ιδανική για φτωχά εδάφη, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αυξανόμενη ζήτηση. Αυτή η ανάγκη οδήγησε στη συστηματική καλλιέργεια του φυτού, καθώς τα αυτοφυή φυτά δεν ήταν δυνατό να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς.

Η καλλιέργειά του στο ίδιο χωράφι έχει διάρκεια ζωής από 5 έως 8 χρόνια. Οι αποδόσεις και η διάρκεια ζωής της καλλιέργειας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις καλλιεργητικές φροντίδες. Σε χρονιά πλήρους παραγωγής οι αποδόσεις σε ξηρό προϊόν αγγίζουν τα 100-150 κιλά ανά στρέμμα. Οι περισσότεροι παραγωγοί το πωλούν σε μπάλες των 20-25 κιλών και, ανάλογα με τις διαπραγματεύσεις που κάνουν, πετυχαίνουν καθαρή πρόσοδο της τάξης των 500-700 ευρώ.

Το φυτό ευδοκιμεί σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες, προτιμά τα πετρώδη ασβεστολιθικά εδάφη, αλλά αναπτύσσεται σε ποικιλία εδαφών. Εχει ελάχιστες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία και αντοχή στην έλλειψη νερού. Το φυτό είναι ανθεκτικό σε εχθρούς και ασθένειες όταν καλλιεργείται σε υψόμετρο άνω των 800 μέτρων.

Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες. Ο πολλαπλασιασμός της καλλιέργειας πραγματοποιείται είτε με σπόρο είτε με παραφυάδες. Ο σπόρος συγκεντρώνεται από το τσάι που φύεται στο βουνό. Μάλιστα για κάθε στρέμμα απαιτούνται περίπου 15 γρ. σπόρου. Αυτή η ποσότητα σπέρνεται σε σπορείο από τον Αύγουστο μέχρι αρχές Οκτωβρίου και τα σπορόφυτα που προκύπτουν μεταφυτεύονται.

Η συγκομιδή γίνεται συνήθως τον Ιούλιο, όταν τα φυτά βρίσκονται σε πλήρη άνθιση και τα ανθοφόρα στελέχη αρχίζουν να ξυλοποιούνται, οπότε η περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο είναι μεγαλύτερη. Κόβονται ολόκληρη η ταξιανθία και μέρος του βλαστού, μήκους 5-6 εκ., με μαχαίρι ή δρεπάνι. Στη συνέχεια μεταφέρονται για ξήρανση σε υπόστεγα, ώσπου να αποκτήσουν το επιθυμητό πρασινοκίτρινο χρώμα.

ΣΑΜΠΟΥΚΟΣ
Περιζήτητος από τη φαρμακοβιομηχανία

Ο σαμπούκος θεωρείται ένα από τα πλέον περιζήτητα φαρμακευτικά φυτά και καλλιεργείται σε περιοχές με μεγάλη ηλιοφάνεια για την αποφυγή των πρώιμων παγετών του φθινοπώρου. Ανέχεται θερμοκρασίες μεταξύ -40οC και 38οC. Η οικονομική απόδοση του σαμπούκου που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς υπήρξε ένα από τα φαρμακευτικά φυτά που χρησιμοποιούσαν ο Ιπποκράτης και ο Διοσκουρίδης, φθάνει τα 800 ευρώ ανά στρέμμα. Προσαρμόζεται σε μια ποικιλία εδαφών, αλλά προτιμά τα μέσης σύστασης υγρά εδάφη, τα οποία έχουν καλή στράγγιση και ευνοούν την ομαλή βλάστηση των φυτών. Το έδαφος που θα δεχθεί την εγκατάσταση της φυτείας του σαμπούκου πρέπει να προετοιμαστεί κατάλληλα πριν από τη φύτευση των φυτών, ώστε να υπάρξουν οι καλύτερες συνθήκες εγκατάστασης, επειδή είναι πολυετές φυτό.

Σε όλα τα μέρη του κόσμου ο σαμπούκος χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς, καθώς πολλές ενεργές ουσίες του χρησιμοποιούνται από τη φαρμακοβιομηχανία.

Οι καρποί του σαμπούκου που έχουν όξινη γεύση συνήθως μεταποιούνται. Στην περίπτωση που η μεταποίηση αφορά τη δημιουργία χυμού ή την παραγωγή χρωστικής ουσίας, οι καρποί ψύχονται σε θερμοκρασία που βρίσκεται πλησίον της θερμοκρασίας κατάψυξης, όπου και διατηρούνται για 7 ημέρες.

Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί επίσης και η αγορά για αποξηραμένους καρπούς σαμπούκου. Οι αποξηραμένοι καρποί του σαμπούκου μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή αρτοσκευασμάτων σε ανάμειξη με δημητριακά.

Στην αγορά των φαρμακευτικών ειδών υπάρχουν πολλά προϊόντα που έχουν ως βάση τα άνθη και τους καρπούς του σαμπούκου, ιδίως εκείνα που προέρχονται από βιολογικές καλλιέργειες.

ΞΗΡΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ
Εως και 11,5€ το κιλό πωλείται η βιολογική λεβάντα

Τα άνθη της λεβάντας χρησιμοποιούνται νωπά και αποξηραμένα τόσο στη βιομηχανία καλλυντικών όσο και στη φαρμακοβιομηχανία αλλά και στη βιομηχανία τροφίμων και ποτών.

Η λεβάντα καλλιεργείται σε ξηρικά χωράφια και αναπτύσσεται καλύτερα σε ξηροθερμικές συνθήκες και ανθίζει από αρχές Ιουλίου έως και τον Αύγουστο. Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα, αλλά δεν αντέχει τους παγετούς την περίοδο της άνοιξης.

Η περιεκτικότητα του εδάφους σε ασβέστιο θα πρέπει να είναι σχετικά υψηλή, γι' αυτό και χρειάζεται να γίνει περιστασιακή ασβέστωση, ενώ οι ανάγκες του φυτού σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο δεν είναι ιδιαίτερες, γεγονός που συνεπάγεται τη μειωμένη χρήση λιπασμάτων που περιέχουν τα παραπάνω στοιχεία.

Οι αρδευτικές ανάγκες της καλλιέργειας είναι και αυτές περιορισμένες, καθώς η λεβάντα δεν αγαπά την υπερβολική υγρασία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι ανθεκτική σε παρατεταμένη ξηρασία ή παγετό, αφού η ανθεκτικότητά της στα τελευταία είναι μέτρια. Η εντατικότερη άρδευση είναι απαραίτητη κυρίως τα 2 πρώτα χρόνια μετά τη φύτευση, ενώ και στα επόμενα έτη κατά το στάδιο της άνθισης τα φυτά δεν θα πρέπει να στερούνται νερού.

Η αποξηραμένη λεβάντα που προέρχεται από βιολογική καλλιέργεια φθάνει να πωλείται στην εγχώρια αγορά έως και 11,5 ευρώ το κιλό, ενώ στις αγορές του εξωτερικού οι τιμές πώλησης είναι σημαντικά υψηλότερες, όταν πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια.

Η απόδοση σε χλωρό βάρος τον πρώτο χρόνο είναι 50-100 κιλά ανά στρέμμα, τον δεύτερο 200-250 κιλά ανά στρέμμα και τον τρίτο 300-350 κιλά ανά στρέμμα. Πλήρη παραγωγή έχουμε τον τέταρτο χρόνο (400-500 κιλά ανά στρέμμα), ενώ αν γίνει συλλογή μόνο της ταξιανθίας η απόδοση σε ξηρό βάρος κυμαίνεται στα 35-45 κιλά ανά στρέμμα. Η δε διαφορά ανάμεσα στη βιολογική και τη συμβατική καλλιέργεια λεβάντας γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι ενώ η τιμή της βιολογικής λεβάντας φτάνει τα 11,5 ευρώ, η τιμή της «συμβατικής» αποξηραμένης λεβάντας δεν υπερβαίνει τα 3,5 ευρώ το κιλό.

Ικανοποιητικά κέρδη από τη μέντα

Παρά τις μεγάλες απαιτήσεις που έχει η αρδευτική καλλιέργεια της μέντας και το υψηλότερο κόστος παραγωγής από άλλες ξηρικές καλλιέργειες, οι αποδόσεις σε έσοδα αποζημιώνουν τους επίδοξους καλλιεργητές. Είναι όμως αρδευόμενη καλλιέργεια και απαιτεί συχνά ποτίσματα. Μάλιστα, την περίοδο του καλοκαιριού μπορεί να χρειαστούν έως και 3 ποτίσματα την εβδομάδα. Η μέντα ευδοκιμεί σε περιοχές θερμές και ψυχρές. Καλύτερη ανάπτυξη επιτυγχάνεται σε περιοχές με εύκρατο κλίμα και δροσερό καλοκαίρι.

Στη διάρκεια του χρόνου γίνονται δύο συλλογές της μέντας. Η πρώτη συλλογή γίνεται με την έναρξη της άνθισης (συνήθως αρχές Ιουλίου) και η δεύτερη τον Σεπτέμβριο. Απόδοση 1.500-2.000 κιλά ανά στρέμμα σε χλωρό βάρος. Συλλέγεται μηχανικά και ξεραίνεται σε θερμοκρασία 45οC. Ο λόγος χλωρής προς ξηρή μάζα είναι (2,5-3):1, που σημαίνει ότι αποδίδει περί τα 500 κιλά ξηρής δρόγης. Η τιμή πώλησης για μέντα τριμμένη συμβατικής καλλιέργειας κυμαίνεται μεταξύ 2-2,5 ευρώ το κιλό, ενώ η τιμή της βιολογικής μέντας κινείται στα επίπεδα των 6-7 ευρώ το κιλό.

Με μια τυπική πυκνότητα φύτευσης, περίπου 4.000 φυτών ανά στρέμμα, η δαπάνη για το φυτικό υλικό εγκατάστασης κυμαίνεται από 480 έως 800 ευρώ ανά στρέμμα
    
Καλλιέργεια,μεταποίηση και διασφάλιση ποιότητας ελληνικών Αρωματικών και Φαρμακευτικών Φυτών.

Βασικές αρχές καθετοποιημένης παραγωγής.


Κρανιά: Καλλιέργεια, τιμή, χρήσιμες πληροφορίες 

Μπορεί σήμερα οι καλλιεργητές κρανιάς στη χώρα μας να μην ξεπερνούν τους 80, ωστόσο η ενασχόληση με το φυλλοβόλο αυτό δέντρο αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για όσους θέλουν να κάνουν “στροφή” σε μια δυναμικά αναπτυσσόμενη καλλιέργεια, που απαιτεί ελάχιστη φροντίδα κι αφήνει κέρδη στην “τσέπη” του παραγωγού. Τα παραπάνω τονίζει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο τακτικός ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ, Ιωάννης Σπανός, γνωστοποιώντας ότι στο προσεχές διάστημα η καλλιέργεια κρανιάς θα συμπεριληφθεί επίσημα πλέον στην ιστοσελίδα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

Όπως εξηγεί ο κ. Σπανός, το κόστος ανά στρέμμα είναι χαμηλό και μόνο στο πρώτο έτος ο παραγωγός επιβαρύνεται με την αγορά των φυταρίων (και κάποια περίφραξη για να προστατεύονται τα φυτά από τα ζώα). Τα δενδρύλλια (εάν είναι ηλικίας τριών ετών), ύστερα από τέσσερα έως έξι έτη θα αρχίσουν να καρποφορούν και η παραγωγή αυξάνει σταδιακά ανά έτος, αποδίδοντας τα μέγιστα μετά το 10ο χρόνο. Το δε κόστος αγοράς των φυταρίων, σύμφωνα με τον κ. Σπανό, εξαρτάται από την ηλικία (3-5 ευρώ σε σημερινές τιμές).

Ο κ. Σπανός επισημαίνει ότι, σήμερα, σε διεθνές επίπεδο οι καλλιεργούμενες εκτάσεις κρανιάς δεν είναι μεγάλες (σ.σ. στην Ελλάδα περιορίζονται στα 200 στρέμματα), αν και η ζήτηση σε καρπούς και μεταποιημένα προϊόντα αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο.

Η απόδοση σε καρπούς -κατά μέσο όρο- κυμαίνεται από 10 έως 60 κιλά/φυτό (ανάλογα με την ηλικία), ήτοι 500 έως 3000 κιλά/στρέμμα, ενώ αναφορικά με τις τιμές πώλησης, στη διεθνή αγορά (Ευρώπη, Αμερική, Ρωσία) κυμαίνονται από 4-6 ευρώ/κιλό οι νωποί, 5-7 ευρώ/κιλό οι κατεψυγμένοι, και 15-25 ευρώ/κιλό οι αποξηραμένοι. Οι δε χυμοί από 7-8 ευρώ/λίτρο, και το λικέρ από 40-80 ευρώ/λίτρο.

Ερευνητικά πειράματα

Την τελευταία πενταετία, σύμφωνα με τον κ. Σπανό, άρχισαν ερευνητικά πειράματα προσαρμογής μιας ντόπιας ποικιλίας (Δασοχωρίου-Δεσκάτης) και δύο ξενικών ποικιλιών της κρανιάς (Βουλγαρίας και Τσεχίας) στην Ελλάδα. Τα πειράματα υλοποιούνται σε συνεργασία του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών και ιδιωτών (καλλιεργητών) σε τρεις περιοχές της Ελλάδας (περιοχή Λαχανά-Ν. Θεσσαλονίκης, Παραπόταμος-Ν. Σερρών και Δεσκάτη-Ν. Γρεβενών. Στο διάστημα από το 2008 έως και φέτος, έχει δοκιμαστεί ο πολλαπλασιασμός της κρανιάς από μοσχεύματα και σπόρους (που προήλθαν από τις παραπάνω τρεις ποικιλίες).

Τα μέχρι σήμερα πειράματα απέδειξαν ότι τα φυτάρια που προέρχονται από σπόρους ντόπιας προέλευσης είναι πιο εύρωστα σε σχέση με τις ξενικές ποικιλίες. Όμως, οι δύο ξενικές ποικιλίες: η Βαλκανική (Νότια Βουλγαρία) και η Μεσευρωπαϊκή (Τσεχία) θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν στη χώρα μας μόνο σε ορεινές και υγρές περιοχές, με μεγάλο υψόμετρο (>600μ.) και ετήσιο ύψος βροχής (>650χιλιοστά).

Πάντως, σύμφωνα με τον κ. Σπανό, η ελληνική ποικιλία υπερέχει των δύο ξένων (σε φυτρωτικότητα και ζωτικότητα) και στις δύο μεθόδους πολλαπλασιασμού (σπόροι και μοσχεύματα), ενώ “η έρευνα συνεχίζεται”.

Ευοίωνες οι προοπτικές

Η καλλιέργεια της κρανιάς ενδείκνυται για τις ημιορεινές και ορεινές περιοχές στη χώρα μας, όπου οι κλιματικές και εδαφικές συνθήκες είναι ευνοϊκές και το κόστος της φυτείας και καλλιέργειας χαμηλό. Σύμφωνα μάλιστα με τον κ. Σπανό, η κρανιά αναμένεται να αποτελέσει μια νέα εναλλακτική καλλιέργεια για τους αγρότες και να αυξήσει το εισόδημά τους, “ιδιαίτερα σήμερα που η χώρα μας μαστίζεται από τη διεθνή και ευρωπαϊκή κρίση, και οι επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων σταδιακά ελαττώνονται.”

Ο ίδιος μάλιστα προτρέπει στους παραγωγούς, από τις πολλές ποικιλίες κρανιάς που υπάρχουν να προτιμούν τις ντόπιες, οι οποίες, όπως εξηγεί, είναι προσαρμοσμένες στις ελληνικές συνθήκες. Στην ελληνική και ευρωπαϊκή αγορά υπάρχουν πολλά φυτώρια ή καλλιεργητές κρανιάς που πωλούν μη πιστοποιημένα φυτάρια, χωρίς να γνωρίζουν τη γενετική προέλευση (σ.σ. πρέπει να ζητάμε πιστοποίηση της ποικιλίας και χώρας προέλευσης). Εάν δε, ο παραγωγός (καλλιεργητής) πετύχει καλή τιμή στην πώληση ή μεταποίηση των καρπών της κρανιάς θα έχει ικανοποιητικό εισόδημα.

Η ιστορία της κρανιάς

Η κρανιά είναι πασίγνωστη από την αρχαιότητα, από την εποχή του Ομήρου με το όνομα “Κράνεια”. Μάλιστα, σύμφωνα με το Θεόφραστο, το ξύλο της κρανιάς ήταν σκληρό και το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν μπαστούνια, κυνηγητικές λόγχες, πολεμικά ακόντια, και τόξα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι αρχαίοι Έλληνες έφτιαξαν τον Δούρειο Ίππο με ξυλεία κρανιάς από το ιερό δάσος του Απόλλωνα. H κρανιά αποτελεί ένα πολύτιμο και ενδιαφέρον είδος, καθώς από την αρχαιότητα ήταν γνωστές οι φαρμακευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού, ενώ επειδή δεν έχει πολλούς εχθρούς και ασθένειες, μπορεί να καλλιεργηθεί ως βιολογική καλλιέργεια.

Η κρανιά ανθίζει νωρίς τον χειμώνα (Ιανουάριο-Φεβρουάριο) και η άνθηση διαρκεί περίπου 45-50 ημέρες, ενώ το ξύλο της είναι πολύ σκληρό και έχει μεγάλη αντοχή στη θραύση. Από τα αρχαία χρόνια, λόγω αυτών των ιδιοτήτων του, χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία βελών και δοράτων. Οι καρποί της είναι στυφοί στην αρχή και με την πλήρη ωρίμανση γίνονται εδώδιμοι. Έχουν πολλά αντιοξειδωτικά (φλαβονοειδή και ανθοκυάνες) με αποτέλεσμα να αποτελούν ένα πολύ σημαντικό φαρμακευτικό φυτό. Επίσης, η περιεκτικότητά του σε βιταμίνη C και βιταμίνη Α είναι υψηλή. Περιέχουν ακόμη τανίνες, πηκτίνες και πολλά μεταλλικά στοιχεία όπως είναι ο σίδηρος.

Τα κύρια χημικά συστατικά των κράνων είναι οι ανθοκυάνες που αποτελούν φυτικές υδατοδιαλυτές χρωστικές που ανήκουν στα φλαβονοειδή. Δίνουν στους καρπούς και στα άνθη έντονα χρώματα (πορτοκαλί, κόκκινο, μοβ, μπλε, κ.λπ.). Οι καρποί που περιέχουν ανθοκυάνες θεωρούνται προστατευτικοί τόσο για την καρδιά όσο και ενάντια στον διαβήτη. Από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις ημέρες μας τα κράνα χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της διάρροιας και των εντερικών παθήσεων λόγω των τανινών που περιέχουν. Επίσης, ο φλοιός, οι βλαστοί και οι ρίζες χρησιμοποιούνται ως αντιπυρετικά. Σε χώρες της Ασίας, τα κράνα χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του διαβήτη.

Στο μεταξύ, πολύτιμο είναι και το ξύλο της κρανιάς, το οποίο και χρησιμοποιείται στην κατασκευή διαφόρων μικροκατασκευών και εργαλείων (μπαστούνια, γκλίτσες, βέργες, πίπες κ.λπ.). Από τον φλοιό προέρχεται κόκκινη βαφή, με την οποία παλαιότερα βάφονταν δέρματα, ενώ με τους καρπούς έβαφαν αβγά. Επίσης παράγεται ένα παραδοσιακό λικέρ. 
 
 Καλλιέργεια λεβάντας και αποτελέσματα 


1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑ ΛΕΒΑΝΤΑΣ
Για την διερεύνηση της οικονομικότητας μιας καλλιέργειας γίνεται ανάλυση τεχνικοοικονομικών στοιχείων από συλλογή και επεξεργασία πρωτογενών δεδομένων για την καλλιέργεια και γίνεται αναφορά:
· Στην Ακαθάριστη πρόσοδο
· Στις μεταβλητές δαπάνες και Σταθερές Δαπάνες
· Στο ακαθάριστο κέρδος
· Στο καθαρό κέρδος
· Στην δαπάνη εγκατάστασης

Στην παρούσα έγινε διερεύνηση της οικονομικότητας σε 20 στρέμματα αρωματικής καλλιέργειας Λεβάντας και αφορά μέχρι το στάδιο της ξήρανσης του τελικού παραγόμενου προϊόντος. Ως εκ τούτου η τιμή ανά κιλό τελικού παραγόμενου προϊόντος αφορά το στάδιο της ξηρής δρόγης.

2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Για τον υπολογισμό των μεταβλητών δαπανών της καλλιέργειας ελήφθησαν υπόψη:
· Το κόστος αγοράς λιπασμάτων για την κάλυψη των ετήσιων Αναγκών της καλλιέργειας
· Το κόστος αγοράς φυτοφαρμάκων για την κάλυψη των ετήσιων αναγκών της καλλιέργειας σε φυτοπροστασία.
· Το κόστος της άρδευσης, όπου υπολογίζεται ως εξής: κόστος νερού ανα κυβικό Χ τις συνολικές ετήσιες ανάγκες σε νερό της καλλιέργειας
· Το κόστος της ξένης εργασίας που περιλαμβάνει τόσο την εργασία με μηχανήματα (όργωμα, σβάρνισμα, βοτάνισμα) όσο και την εργασία με εργάτες για την εκτέλεση των εργασιών εγκατάστασης των φυτών (το πρώτο έτος), της συγκομιδής και της ξήρανσης.
· Το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, όπου υπολογίζεται με βάση το κόστος της κιλοβατώρας Χ τις συνολικές (ετήσιες) ώρες λειτουργίας του αντλητικού συγκροτήματος
· Ο τόκος του κεφάλαιου κίνησης όπου λαμβάνεται υπόψη επιτόκιο 4%

Για τον υπολογισμό του σταθερών δαπανών της καλλιέργειας ελήφθησαν υπόψη τα εξής:
· Το ενοίκιο της γης το οποίο λαμβάνεται υπόψη με 30,00 ευρώ ανά στρέμμα
· Το κόστος των αποσβέσεων των υποδομών άντλησης του νερού, ήτοι Γεώτρηση, οικίσκος γεώτρησης και αντλία, ο τόκος που επιβαρύνει τις αυτές δαπάνες, υπολογιζόμενος με επιτόκιο 5% καθώς και οι δαπάνες για την συντήρηση του υπολογιζόμενες με 2% επί των δαπανών απόσβεσης των υποδομών άντλησης του νερού.
· Το κόστος αποσβέσεων του αρδευτικού δικτύου (δίκτυο εφαρμογής του νερού στον αγρό), ήτοι των αγωγών εφαρμογής και όλων των συσκευών ασφάλειας του δικτύου, ο τόκος παγίου κεφαλαίου 5% καθώς και οι δαπάνες συντήρησης υπολογιζόμενες με 2% επί των δαπανών απόσβεσης.
Για τον υπολογισμό της δαπάνης απόσβεσης των στοιχείων του πάγιου κεφαλαίου χρησιμοποιήθηκε η σταθερή μέθοδος.

3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Τα οικονομικά αποτελέσματα αναφέρονται σε μια εκμετάλλευση με έκταση 20 στρέμματα και μάλιστα στο τέταρτο έτος παραγωγής της διότι τότε η καλλιέργεια έχει πλέον εισέλθει σε πλήρη απόδοση.

Στον παραπάνω πίνακα για την διερεύνηση της οικονομικότητας της παραγωγής της καλλιέργειας γίνεται ανάλυση από συλλογή και επεξεργασία τεχνικών δεδομένων για την καλλιέργεια και γίνεται αναφορά στην Ακαθάριστη πρόσοδο, στις μεταβλητές και σταθερές δαπάνες, στο Ακαθάριστο κέρδος, στο καθαρό κέρδος και τέλος στην δαπάνη εγκατάστασης.
Στο παρακάτω γράφημα παρατηρούμε ότι η εκμετάλλευση προκειμένου να τροφοδοτεί με σταθερή ποσότητα την αγορά σε παραγόμενο προϊόν, πρέπει, βάση των αποδόσεων της, να εφαρμόζει ένα περίτροπο σύστημα παραγωγής για την επίτευξη του παραπάνω στόχου. Άρα με δεδομένο το ότι τοpick της απόδοσης της καλλιέργειας επιτυγχάνεται στο 4ο έτος και συνεχίζεται σταθερά μέχρι και το 6ο όπου στην συνέχεια αρχίζει και φθίνει (Γράφημα 1), θεωρούμε ότι το 4ο έτος είναι το κρίσιμο έτος για την έναρξη της εγκατάστασης τη νέας καλλιέργειας. Αυτό ισχύει για την προοπτική εξέλιξης της εκμετάλλευσης.

Ύστερα από την τεχνικοοικονομική ανάλυση στοιχείων σχετικών με την αρωματική καλλιέργεια της λεβάντας για τα πιο αποδοτικά έτη (4ο, 5ο, και 6ο) της καλλιέργειας προκύπτουν τα παρακάτω:
Οι συνολικές δαπάνες ήτοι σταθερές (31,1%) και μεταβλητές Δαπάνες (68,94%) ανέρχονται στο ποσό των 9.879,51 ευρώ. Ήτοι 493,98 ευρώ ανά στρέμμα.

Οι μεταβλητές δαπάνες ανέρχονται στο ποσό των 340,56 ευρώ / στρέμμα και αποτελούνται από την Λίπανση, την φυτοπροστασία, την άρδευση, τα ξένα εργατικά, την ηλεκτρική ενέργεια και τον τόκο του κεφαλαίου κίνησης.
Μεγάλη συμβολή στην διαμόρφωση του ύψους των μεταβλητών δαπανών έχουν η ξένη εργασία ιδιαίτερο κατά το πρώτο έτος της εγκατάστασης όπου απαιτείται ξένη μηχανική εργασία για την προετοιμασία του χωραφιού και την εγκατάσταση των φυτών (64,67% των μεταβλητών ή 53,79% των ετήσιων δαπανών).
Από το δεύτερο έτος και μετά το ποσοστό της ξένης εργασίας αποτελεί το 29,6% των μεταβλητών δαπανών ή το 20,4% των συνολικών ετήσιων δαπανών.
Οι δαπάνες για την αγορά λιπασμάτων έχουν υψηλή συμβολή στην διαμόρφωση του ύψους των μεταβλητών δαπανών (41,3% των μεταβλητών ή 28,48% των ετήσιων δαπανών).
Η συμβολή των δαπανών για άρδευση ανέρχεται στο 20,07% των μεταβλητών δαπανών ή στο 13,84% των συνολικών ετήσιων. Αν και η τιμολόγηση του νερού για άρδευση δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και τα υφιστάμενα τιμολόγια είναι σε σχετικά χαμηλά επίπεδα ακόμη, εν τούτης, υπολογίζουμε ότι το κόστος του νερού ανά κυβικό θα έχει μια μέση τιμή 0,2846 ευρώ.

Οι σταθερές δαπάνες αποτελούνται από το ενοίκιο της γής, τις δαπάνες απόσβεσης του αντλητικού συγκροτήματος και του δικτύου άρδευσης καθώς και των τόκων των σταθερών δαπανών.
Οι αποσβέσεις του αντλητικού συγκροτήματος και του αρδευτικού δικτύου αποτελούν τα σημαντικότερα στοιχεία των σταθερών δαπανών και ανέρχονται σε 37,4% και 31% αντίστοιχα. Οι δαπάνες για την συντήρηση του δικτύου άρδευσης ανέρχονται σε 9,3%.
Γενικά οι σταθερές δαπάνες συμβάλλουν σημαντικά στην διαμόρφωση του συνολικού ύψους των λειτουργικών λόγω της χρήσης των συγκροτημάτων και του δικτύου. Εάν επιλέγαμε άλλη μέθοδο απόσβεσης αυτό (φθίνουσα) θα συνέβαινε μόνο τα πρώτα χρόνια λόγω της σχετικά υψηλής δαπάνης εγκατάστασης τους.
Στα επόμενα χρόνια το κόστος για τις εν λόγω δαπάνες θα μειωνόταν δραστικά. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την επιλογή από μέρους της εκμετάλλευσης είτε αύξησης της έκτασης της οπότε θα είχαμε και αύξηση των ετών της οικονομικής διάρκειας της καλλιέργειας είτε με μείωση του μεγέθους των αντλητικών συγκροτημάτων τα οποία έχουν επιλεγεί έτσι ώστε να ικανοποιήσουν τις ενδεχόμενες μελλοντικές ανάγκες μιας τέτοιας επιλογής. Το γεγονός αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι με την μείωση των σταθερών δαπανών μειώνεται και το κόστος παραγωγής γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του καθαρού κέρδους και συνεπώς την αύξηση του εισοδήματος της εκμετάλλευσης.
Μείωση στο κόστος παραγωγής μπορεί να προέλθει και από την χρήση κοπριάς στα πρώτα έτη εγκατάστασης της καλλιέργειας σε περίπτωση που αυτή αποφασισθεί να γίνει βιολογική. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την μείωση των δαπανών για αγορά λιπασμάτων κάθε χρόνο, γεγονός που θα μείωνε κατά πολύ τις μεταβλητές δαπάνες και άρα το κόστος παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις εξαρτώνται από την προοπτική που θα θέσει η ίδια η εκμετάλλευση. (π.χ. παραγωγή αιθέριου ελαίου)
Τα οικονομικά αποτελέσματα είναι θετικά όπως φαίνεται τόσο στον παραπάνω πίνακα όσο και στο γράφημα 1 που αναφέρεται στο καθαρό κέρδος για κάθε έτος σε όλη την οικονομική ζωή της καλλιέργειας.
Το μέσο καθαρό κέρδος για όλη την οικονομική διάρκεια της καλλιέργειας ανέρχεται στα 868,71 ευρώ ενώ το κόστος προμήθειας και εγκατάστασης των φυτών, του αντλητικού συγκροτήματος και του δικτύου άρδευσης εξοφλείται τον τέταρτο χρόνο. Το καθαρό κέρδος που απομένει μετά την αφαίρεση του κόστους εγκατάστασης της καλλιέργειας είναι 18.149,43 ευρώ.

Στο σύνολο της οικονομικής ζωής της καλλιέργειας το Καθαρό κέρδος ανέρχεται στα 105.683,47 ευρώ.
Το μέσο καθαρό κέρδος από την καλλιέργεια ανά στρέμμα ανέρχεται σε 587,13 ευρώ.
(105.683,47/9 έτη/20 στρέμματα ).

4. ΤΕΧΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η πυκνότητα φύτευσης της καλλιέργειας της λεβάντας ανέρχεται σε 1430 φυτά ανά στρέμμα με μέση απόδοση 300-350 κιλά / στρέμμα από το τρίτο μέχρι το 6ο έτος οπότε και αρχίζει να φθίνει. Η οικονομική διάρκεια της καλλιέργειας είναι 9 χρόνια.
Ο έλεγχος της θρέψης πέρα από την βασική λίπανση που γίνεται στην αρχή της εγκατάστασης μπορεί να γίνει μέσα από το σύστημα άρδευσης μειώνοντας έτσι τις δαπάνες σε εργασία και αυξάνοντας τις αποδόσεις.
Οι ανάγκες σε νερό ετησίως της καλλιέργειας κυμαίνονται σε 240,24 κυβικά το καθαρό κέρδος ανά στρέμμα όπως είπαμε και παραπάνω ανέρχεται σε 587,13 ευρώ ανά στρέμμα και η δαπάνη για άρδευση σε 68,37 ευρώ ανά στρέμμα.
Η δαπάνη για την αγορά των λιπασμάτων ανέρχεται σε 140,70 ευρώ ανά στρέμμα και αποτελεί το 28,48% των συνολικών δαπανών. Η δαπάνη αυτή είναι κατά πολύ χαμηλότερη από αυτήν άλλων εντατικών καλλιεργειών. Επί πλέον η χορήγηση του λιπάσματος μέσω του δικτύου άρδευσης ελαχιστοποιεί τόσο το κόστος εφαρμογής του αλλά και το κόστος για την αγορά του. (χορηγούνται ακριβέστερα οι ποσότητες).
Η δαπάνη για την φυτοπροστασία ανέρχεται σε 12,20 ευρώ ανά στρέμμα και αποτελεί το 3,58% των μεταβλητών δαπανών και το 2,46% του συνόλου των δαπανών.
Η απαιτούμενη εργασία διακρίνονται σε μηχανική και σε χειρωνακτική.
Η συνολική απαιτούμενη εργασία των μηχανημάτων είναι 31,27 ώρες. Από αυτές οι 11,27 αφορούν σε αρχικές εργασίες εγκατάστασης της καλλιέργειας (όργωμα, σβάρνισμα, ενσωμάτωση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων) ενώ οι υπόλοιπες 20 ώρες αφορούν σε καλλιεργητικές φροντίδες βοτανίσματος. Η ημερήσια δαπάνη του ελκυστήρα με τα παρελκόμενα είναι 354,44 ευρώ ενώ ή ωριαία δαπάνη του είναι 3544/6,64=53,38 ευρώ.
Η απαιτούμενη ανθρώπινη εργασία είναι 1504 ώρες εκ των οποίων οι 1430 ώρες αφορούν στην εγκατάσταση της καλλιέργειας ήτοι φύτευση ενώ οι υπόλοιπες 74 ώρες στην συγκομιδή την ξήρανση και την συντήρηση του δικτύου άρδευσης. Το ημερομίσθιο λαμβάνεται ίσο με 35 ευρώ ενώ το ωρομίσθιο διαμορφώνεται σε 35/6,64=5,27 ευρώ.
Η οικογενειακή εργασία απουσιάζει θεωρώντας ότι ό αρχηγός μιας εντατικής εκμετάλλευσης πρέπει να ασχολείται περισσότερο με την διαχείριση της δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στην εμπορία.