ΑΡΧΗ ΜΕ ΦΙΛΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

 
  Εξαιρετικά συγκινητική και βαθιά ανθρώπινη η αφήγηση του Βασιλείου Τσέλιου , ένα αυθεντικό τεκμήριο βιωμένης ιστορίας, που συνδυάζει ιστορική μνήμη, λαϊκή σοφία και προσωπική τραυματική εμπειρία. Πρόκειται για ένα κείμενο μεγάλης αξίας τόσο για τον μελετητή της Ιστορίας όσο και για τον ερευνητή της λαογραφίας, και θα μπορούσε να ενταχθεί δίπλα σε κλασικές μαρτυρίες της περιόδου του Εμφυλίου, όπως αυτές του Σαράντη Καργάκου και των ντοκουμέντων του Ηλία Πετρόπουλου.
 

"ΑΡΧΗ ΜΕ ΦΙΛΟ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

 

Ήταν Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 1949, μια ημέρα όπως οι περισσότερες της εποχής εκείνης, που η Ελλάδα έπειτα από το σκληρό αγώνα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της Γερμανικής κατοχής που έληξε το Μάιο 1945, βρέθηκε και πάλι σε ένα σκληρότερο αγώνα εμφυλίου πολέμου.

Τα νέα δεν διέφεραν από αυτά της προηγούμενης ημέρας, όπου τα ανατριχιαστικά και επανειλημένα εγκλήματα είχαν γίνει η συζήτηση της καθημερινότητας, και μερικά να ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια, όπου ο πατέρας σκότωνε το γιο του που έτυχε να είναι μέτοχος της αντίπαλης παράταξης ή ο γιος τον πατέρα του για τον ίδιο λόγο. Η ανατριχιαστική εικόνα ανθρώπων που αποκεφαλίστηκαν και τα κεφάλια τους εκτέθηκαν στις πλατείες ήταν συνηθισμένο φαινόμενο.

Ήμουν 13 χρονών και άρρωστος από κάποια επιδημία που μεταδόθηκε εξαιτίας των εκτεθειμένων πτωμάτων και πολλά παιδιά είχαν χάσει τα μαλλιά τους όπως και εγώ και είχαμε αρκετές ακάλυπτες πληγές στο κεφάλι. Ήταν μια φθινοπωρινή ημέρα που ο απλός λαός προσπαθούσε να επανέλθει στον δρόμο της καθημερινής απασχόλησης και επιβίωσης μετά τις καταστροφές του γερμανικού πολέμου, προσπαθώντας να αποφύγει κάθε ανάμειξη στις αντίπαλες παρατάξεις και να προσανατολιστεί στα οικογενειακά του προβλήματα, που ήταν αμέτρητα. Μερικά από τα βράδια του φθινοπώρου ήταν πολύ κρύα που έπρεπε να βρισκόμαστε κοντά στο τζάκι για θέρμανση. Ήταν σχεδόν απόγευμα όταν κάποιος αγγελιαφόρος από το χωριό, μας ειδοποίησε ότι υπήρχαν πληροφορίες πως οι αντάρτικες δυνάμεις θα χτυπήσουν το χωριό μας το βράδυ και έπρεπε όλοι από το Μαρτίνι να μεταφερθούμε στο χωριό.

Η Μάνα μου ήταν έγκυος στην Αγγελική και στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης της. Ο πατέρας μου που ακόμη δεν είχε αναρρώσει πλήρως από τα προβλήματα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όπου όταν γύρισε αρρώστησε από κρυοπαγήματα και ήταν στο κρεβάτι για έξι μήνες. Η μάνα μας σαν λέαινα, κράτησε την οικογένεια στη ζωή αναλαμβάνοντας όλες τις ευθύνες της επιβίωσης της οικογένειας, και της έφερε σε πέρας με δυσκολία και απάνθρωπη προσπάθεια λόγω της εγκυμοσύνης.

Από ιστορίες του πατέρα μας που μας διηγήθηκε με κλάματα, οι Έλληνες στρατιώτες πολέμησαν με αφάνταστη ανδρεία κατά των Ιταλικών δυνάμεων κάτω από ακατανόητες δύσκολες συνθήκες νηστικοί και ξυπόλυτοι με αποτέλεσμα αρκετοί να αρρωστήσουν από κρυοπαγήματα όπως και ο πατέρας που υπέφερε από αυτά για αρκετό καιρό και αναρρώνωνε. Τα αποτελέσματα του πολέμου κατά των Ιταλικών δυνάμεων είναι πολύ γνωστά και δεν χρειάζεται να τα αναφέρω.

Το πρωινό της επόμενης ημέρας, η οικογένεια προετοιμάστηκε απροειδοποίητα για μια τέτοια κατάσταση, φόρτωσαν για όσους είχαν ζώα μερικές κουβέρτες, λίγο ψωμί και περπατώντας ξεκινήσαμε για την Πόρτη. Όλοι είχαν την εντύπωση ότι την άλλη μέρα θα ξαναγυρίζαμε στο σπίτι και για το λόγο ότι ήταν απρόοπτο, δεν πήραν όλα τα απαραίτητα για μια πιο μακροχρόνια επιβίωση.

Επίσης υπήρχε το πρόβλημα ότι αυτοί που είχαν ζώα έπρεπε να βοηθήσουν και όσους δεν είχαν, και ήταν δύσκολο να φορτώσουν περισσότερα πράγματα γιατί υπήρχαν και τα μικρά παιδιά που θα έπρεπε να βοηθηθούν και να είναι ασφαλή στην κορυφή του φορτίου, και έτσι δεν υπήρχε χώρος για πολλά απαραίτητα πράγματα. Ξεκινήσαμε όλοι μαζί, οι οικογενειακές παρέες, περπατώντας για την Πορτή. Φθάνοντας οι οικογένειες του Στέργιου Πατούλια, Θανάση Τσέλιου και εμείς του Βαγγέλη Τσέλιου θα μέναμε κάτω από την Εκκλησία της Παναγίας σε ένα πολύ μικρό οίκημα που μάλλον ήταν αποθήκη ζωοτροφών. Ξεφορτώσαμε τα άλογα και η Μάνα μου με τη γιαγιά Πατούλαινα, μάνα της Μάνας μου, έστρωσαν κουβέρτες στο χωμάτινο πάτωμα του οικήματος όπου θα κοιμόντουσαν τα παιδιά το βράδυ, από ηλικία δύο ετών έως δεκατριών ετών, ο μεγαλύτερος που ήμουν εγώ.

Είχε σχεδόν βραδιάσει και η Μάνα μου έκοψε από μια φέτα ψωμί, από μια φραντζόλα που έφερε από το σπίτι, και λίγο τυρί και έδωσε στα παιδιά να φάνε για βραδινό. Ο πατέρας με τους Θείους Θανάση Τσέλιο και Στέργιο Πατούλια με τα όπλα τους πήραν θέση έξω από το οίκημα και προετοιμάστηκαν για κάθε ενδεχόμενο. Είχε σκοτεινιάσει πια και τα παιδιά είχαν κοιμηθεί. Εγώ ακόμη στριφογύριζα και προσπαθούσα να καταλάβω τη σκιά βίας που είχε σκεπάσει το χωριό. Υπήρχε μια νεκρική σιγή και δεν υπήρχε άνθρωπος στο χωριό. Ακόμη και τα ζώα είχαν ησυχάσει και λες και καταλάβαιναν το επικείμενο κακό. Η μάνα μου κάλεσε την γιαγια και κατι της ειπε σιωπηλά.

Η γιαγια που καθόταν στην γωνια του σπιτιού διοτι δεν υπάρχε χωρος να ξαπλώσει , βιαστικά έστρωσε κατι στην περιορισμένη γωνιά και η Μάνα άρχισε τα βογκητά του τοκετού. Ήταν η πρώτη εμπειρία στη ζωή μου που βρέθηκα μάρτυρας μιας τέτοιας ιερής στιγμής που μου έχει μείνει αξέχαστη.

Έκλαψα απαρηγόρητα για την κατάντια μας και προσευχήθηκα στον Θεό για τη Μάνα, διότι ήξερα τον αγώνα που έκανε για εμάς να μας κρατήσει στη ζωή, όταν ο Πατέρας πολεμούσε στην πρώτη γραμμή ξυπόλυτος και νηστικός για την Ελλάδα.

Η θύμηση αυτής της ιερής και επίπονης στιγμής κάτω από τις ανατριχιαστικές και άπονες στιγμές για ανθρώπινη επιβίωση, ήταν η σκληρότερη για μένα που με δακρυσμένα μάτια και αρκετά συναισθήματα πόνου, έπρεπε να περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια.

Μια μικρή σιωπή και μετά ακούσαμε το κλάμα του μωρού. Η γιαγιά μου την κρατούσε στα χέρια της και προσπαθούσε να βρει κάτι να τυλίξει το μωρό. Η μάνα έκανε μια προσπάθεια και πήρε το μωρό από την αγκαλιά της γιαγιάς. Προσπάθησε να το θηλάσει αλλά το μωρό έκλαιγε ασταμάτητα. Η γιαγιά προσπαθούσε να καθαρίσει το πάτωμα. Μερικά από τα παιδιά ξύπνησαν και άρχισαν να κλαίνε. Ξαφνικά πανδαιμόνιο· τα πολυβόλα άρχισαν να χτυπούν ,αέρα, αέρα, αέρα , ακούγονταν οι γυναικείες φωνές, και μια οβίδα έσκασε κάπου στα δυτικά του χωριού, πολύ κοντά στο χωριό. Τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε υστερικά. Η Μάνα, η γιαγιά κι εγώ προσπαθούσαμε να τα καθησυχάσουμε· το μωρό δεν σταμάτησε να κλαίει ούτε για μια στιγμή. Ξαφνικά, δυνατά χτυπήματα στην πόρτα ,άνοιξε την πόρτα γρήγορα!

Η γιαγιά μου, που είχε μόνο ένα μάτι, προσπαθούσε να φτάσει στην πόρτα γρήγορα, αλλά δεν υπήρχε φως, και πρόσεχε να μην πατήσει κάποιο από τα παιδιά στο πάτωμα κινούνταν πολύ αργά και ο άνδρας στην πόρτα που φώναζε βιαστικά και άγρια ίσως νόμιζε πως κάτι προσπαθούσαμε να κρύψουμε.

Όπλισε το τουφέκι του και φώναξε απειλητικά: «Ανοίξτε, θα τουφεκίσω!» Τελικά η γιαγιά έφτασε στην πόρτα και την άνοιξε. Που είναι οι άνδρες φώναξε με άγρια φωνή· δεν ξέρω απάντησε η γιαγιά έφυγαν από νωρίς. Σκασμός, φώναξε στα παιδιά που έκλαιγαν. Μερικά από τα παιδιά σταμάτησαν να κλαίνε, αλλά το μωρό συνέχιζε το κλάμα. Ο άνδρας πάτησε το φακό και κοίταξε γύρω. Είδε το ψωμί, μισή φραντζόλα, και λίγο τυρί πάνω σε κάποια κουβέρτα. Τα πήρε και έφυγε.

Αυτό θα ήταν το πρωινό μας την άλλη μέρα.

Σε λίγο ήρθαν ο πατέρας με το θείο Θανάση και θείο Στέργιο, και μαζί έφεραν και τα άλογα. «Μαζέψτε τα πράγματα να φορτώσουμε και φεύγουμε. Πήραμε διαταγή να εγκαταλείψουμε το χωριό.» Όλοι θα κρατάτε κάτι για να κάνουμε χώρο για τη μάνα σας, που μαζί με το μωρό θα καβαλήσουν το άλογο. Δεν θα μιλάτε καθόλου και δεν θα χρησιμοποιήσετε φακό, διότι θα μας ανακαλύψουν οι αντάρτες και θα μας σκοτώσουν. Αυτές ήταν οι συμβουλές του πατέρα μου, που όλα τα παιδιά της οικογένειας ακολούθησαν χωρίς καμία αντίδραση. Έτοιμοι ξεκινάμε. Ο θείος Θανάσης μπροστά και ο πατέρας με το θείο Στέργιο τελευταίοι. Στη μέση, εγώ κρατούσα το χέρι του αδερφού μου Λάμπρου, τριών χρονών.

Η Ελένη, δέκα ετών, κρατούσε το χέρι της Ελευθερίας, οκτώ ετών, και μερικά από τα παιδιά των θείων Θανάση και Στέργιου, παρόμοιας ηλικίας· όλοι πιασμένοι χέρι-χέρι, ξεκινήσαμε ακολουθώντας άλλους συγχωριανούς, βαδίζοντας ανατολικά με κατεύθυνση τις Σκάλες (δεν είμαι βέβαιος για την ονομασία της περιοχής που κατασκηνώσαμε , νομίζω ότι το όνομα ήταν «Σκάλες»), πάνω από το Μουζάκι, όπου υπήρχε ένα τάγμα στρατιωτών και οι οδηγίες ήταν να κατασκηνώσουμε κοντά στο τάγμα για περισσότερη προστασία. Οι πυροβολισμοί είχαν ενταθεί αρκετά τώρα, και οι Μαΐδες άνδρες του χωριού μας προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν την ηρωική μεν, αλλά άνιση, μάχη. Απεγνωσμένη υπεράνθρωπη προσπάθεια να δώσουν καιρό στους χωριανούς να εκκενώσουν το χωριό.

Οι οβίδες πυροβολικού και τα βλήματα όλμων από τις φιλικές δυνάμεις που επίσης προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν την εισβολή στο χωριό είχαν ενταθεί και οι εκρήξεις ακούγονταν στα δυτικά του χωριού, που σε κάθε έκρηξη είχαμε την ευκαιρία με την αναλαμπή της έκρηξης να επιστρέψουμε στο σωστό μονοπάτι αν είχαμε ξεφύγει από αυτό.

Όλα τα μικρά παιδιά εκτελούσαν ακριβώς τις οδηγίες που είχαν πάρει αρχικά από τους γονείς και δεν ακούστηκε κλάμα ούτε θόρυβος κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Η μάνα μου, καθισμένη στο άλογο, προσπαθούσε απεγνωσμένα να σταματήσει το κλάμα της Αγγελικής που δεν σταματούσε να κλαίει από τη στιγμή που γεννήθηκε, σε ολη την διαρκεια της διαδρομής και συνέχεια για ολόκληρο το διάστημα που είχαμε παραμείνει μακριά από το σπίτι.

Ήταν ολοφάνερο ότι το πρόχειρο ντύσιμο , το βραδινό κρύο και κάποιο πιθανό πρόβλημα υγείας την ενοχλούσε αφάνταστα, χωρίς να υπάρχει περίπτωση βοήθειας από ιατρικής πλευράς.

Η διαδρομή για την τελική τοποθεσία κατασκήνωσης ήταν επίπονη για τα μικρά παιδιά και ιδιαίτερα για τη μάνα μου και την Αγγελική, που η πρώτη της καλημέρα στη νέα της ζωή ήταν τόσο δραματική και ακόμα πιο αβέβαιο και άγνωστο το μέλλον που την περίμενε. Τελικά φτάσαμε στην καθορισμένη περιοχή που θα έπρεπε να κατασκηνώσουμε, κοντά στο τάγμα των εμφυλίων στρατευμάτων.

Ήταν ακόμη βαθιά χαράματα, και οι γονείς προσπαθούσαν να βρουν την κατάλληλη τοποθεσία να κατασκηνώσουν και να δώσουν την ευκαιρία στην Αγγελική, τη μάνα και όλα τα μικρά παιδιά να ξεκουραστούν μετά την ταλαιπωρία που υπέβαλαν όλη τη νύχτα νηστικά και πρόχειρα ντυμένα.

Τα παιδιά που μέχρι τώρα μικρά και μεγαλύτερα είχαν καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης, θα περίμεναν με καρτερικότητα για το πρωινό τους φαγητό μέχρι οι αντιπρόσωποι των οικογενειών θα γύριζαν από το Μουζάκι.

Το τάγμα κοντά στο οποίο κατασκηνώσαμε κατάφερε να αναχαιτίσει και καταδιώξε τις ανταρτικές δυνάμεις και συγχρόνως να συλλάβει αρκετούς από αυτούς, δίδοντας την ευκαιρία στις κοπέλες που οι αντάρτες είχαν απαγάγει όταν είχαν εισβάλει στην Καρδίτσα περίπου ένα μήνα νωρίτερα, να παραδοθούν ντυμένες με τα κουρελιασμένα ρούχα τους και άπλυτες για ολόκληρο το διάστημα της απαγωγής τους.

Δεν θυμάμαι ακριβώς το χρονικό διάστημα της παραμονής μας, αλλά ήταν αρκετό ακόμη και για ένα βράδυ να περάσει, χωρίς δυσκολίες κάτω από τέτοιες άθλιες συνθήκες και χωρίς νερό. Οι γονείς μας όμως με αγώνα μέρα και νύχτα πάσχιζαν για την υγεία μας και την επιβίωσή μας.

Ο χρόνος παραμονής μας σ αυτό το χώρο ήταν αρκετά επίπονος και τον υπολογίζω περισσότερο από δυο εβδομάδες με πολύ συγκαταβατικές εκτιμήσεις. Θυμάμαι και εδώ βασίζομαι στην εκτίμηση του χρόνου της παραμονής μας μακριά από το σπίτι, τον αγώνα των γυναικών και την εκάστοτε λογομαχία σε μια μικρή βρυσούλα που για να γεμίσουν ένα μικρό δοχείο με νερό, έπρεπε να περιμένουν αρκετό χρονικό διάστημα.

Μερικές γυναίκες προσπαθούσαν να προωθηθούν μπροστά από άλλες γυναίκες που περίμεναν με καρτερικότητα τη σειρά τους για να γεμίσουν το δοχείο τους με νερό, για το λόγο ότι είχαν άτομα της οικογένειας άρρωστα και έπρεπε να επιστρέψουν γρήγορα, χωρίς να υπολογίζουν ότι όλες οι οικογένειες είχαν τις ίδιες ανάγκες.

Αυτό ήταν καθημερινό φαινόμενο για μερικές γυναίκες, που δεν άλλαξε μέχρι την ώρα που γυρίσαμε στο σπίτι. Σε τέτοιες περιπτώσεις φυσικά είναι αδύνατο να αποφευχθούν τέτοια ξεσπάσματα, αφού η επιβίωση κάτω από τις απελπιστικές συνθήκες χωρίς υγιεινές εγκαταστάσεις και πόσιμο νερό ήταν απερίγραπτα δύσκολη. Εδώ θα περνούσαν , ποιος ξέρει πόσο χρονικό διάστημα , κάτω από τις απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες του φθινοπώρου και τις απρόβλεπτες εξελίξεις του Ανταρτοπόλεμου.

Η αιφνίδια αυτή περιπέτεια και η απρογραμμάτιστη προετοιμασία για μια ζωή μακριά από το σπίτι έγινε ακόμα πιο δύσκολη, όταν μάθαμε ότι το Τάγμα κοντά στο οποίο θα κατασκηνώσει το χωριό δεν είχε αντίσκηνα να μας χορηγήσει. Έτσι η κάθε οικογένεια, η εκτεταμένη οικογένεια, έπρεπε να αναζητήσει και να εφεύρει τον τρόπο που θα μπορούσε να ξεπεράσει αυτή τη δύσκολη κατάσταση για μια απρόβλεπτη χρονική περίοδο ζωής μέσα στο δάσος.

Έτσι και εγινε, οι γιαγιάδες έστρωσαν μια κουβέρτα για τα μικρά παιδιά και τη μάνα για να καθίσουν, το ένα δίπλα στο άλλο, και μια κουβέρτα για να τα σκεπάσουν προσωρινά μέχρι να φέξει. Η μάνα δεν κατάφερε να ησυχάσει την Αγγελική που συνέχιζε να κλαίει.

Οι άνδρες, σε μικρές ομάδες, προσπαθούσαν να καταλάβουν την εξέλιξη της κατάστασης, μιλώντας με ψιθυριστή φωνή μέχρι που έφεξε.

Ο πατέρας, με ένα μαχαίρι που είχε κρεμασμένο στη ζώνη του, άρχισε να κόβει ξύλα για πασσάλους και μικρά παλούκια, και με τις κουβέρτες έφτιαξε μια μικρή σκηνή. Αργότερα, όταν ο ήλιος είχε ζεστάνει και τα πεσμένα φύλλα των δέντρων είχαν στεγνώσει από την υγρασία, μάζεψε φύλλα και τα έστρωσε για στρώμα μέσα στη σκηνή που είχε φτιάξει.

Πάνω από τα φύλλα έστρωσε μια κουβέρτα και εκεί θα περνούσαμε τον χρόνο της απελπισμένης τυραννίας μας, ποιος ξέρει για πόσο καιρό.

Αντιπρόσωποι από κάθε οικογένεια πήραν παραγγελίες και θα πήγαιναν στο Μουζάκι για τρόφιμα ή ό,τι άλλο χρειαζόταν για την πρόχειρη επιβίωσή μας. Ο πατέρας, δεν είχε χρήματα, και η παραγγελία θα ήταν με πίστωση που θα πλήρωνε με την πρώτη ευκαιρία, Θεού θέλοντος. Όταν τελικά η τυραννία μας τελείωσε και επιστρέψαμε στα σπίτια μας, βρήκαμε αρκετά από τα ζώα που είχαμε να λείπουν, και επίσης μερικά από τα λιγοστά ρούχα που είχαμε.

Η Αγγελική συνέχιζε το κλάμα για τον περισσότερο καιρό που ήμασταν μακριά από το σπίτι, και τώρα που επιτέλους επιστρέψαμε, βρήκαμε λίγο γάλα για καλή μας τύχη και ησύχασε κάπως το ασταμάτητο κλάμα.

Ήταν ολοφάνερο ότι κάτι σχετικό με την υγεία της την ενοχλούσε, αλλά χρήματα για το γιατρό δεν υπήρχαν. Τα σημερινά προβλήματα της Αγγελικής σε μεγάλο βαθμό είναι απόρροια από την τραγική ζωή που έζησε τις πρώτες ημέρες της ζωής της.

Φθάνοντας στο τέλος αυτής της τυραννικής ιστορίας εύχομαι στον Θεό να προστατεύει κάθε άνθρωπο από τέτοιου είδους δοκιμασίες, και εύχομαι επίσης για όσους είναι σε θέση να επιβάλλουν αυτές τις δοκιμασίες, ο Θεός να τους δοκιμάσει ανάλογα.

Αυτή ήταν η αρχή της ζωής σου, αδελφή.

Έκλαιγες γιατί πονούσες, αλλά όλοι κλαίγαμε για σένα και το δικό σου πόνο, χωρίς να μπορούμε να σε βοηθήσουμε. Έζησα για ακόμα μια φορά τις τραγικές στιγμές, για να γράψω την ιστορία σου και την ιστορία όλων μας.

 

Ο αδελφός σου με όλη μου την αγάπη,

 

Βασίλειος Τσέλιος"